- ένθεμα
- τό1) вставка, надставка (результат); 2) бот. привой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔνθεμα — thing put in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθεμα — το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι] 1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω 2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι νεοελλ. κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη αρχ. 1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα 2. στολίδι, κόσμημα… … Dictionary of Greek
ἐνθεμάτων — ἔνθεμα thing put in neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέματα — ἔνθεμα thing put in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέματι — ἔνθεμα thing put in neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέματος — ἔνθεμα thing put in neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθημα — το (Α ἔνθημα) [εντίθημι] ένθεμα* νεοελλ. γραμμ. επίθημα* … Dictionary of Greek
κεντράδι — το εμβόλιο δέντρου, μπόλι, ένθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με σημ. «κεντρί, αγκάθι» + κατάλ. άδι (πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι)] … Dictionary of Greek
ՔԱՌԱՄԱՆԵԱԿ — (եկի աց.) NBH 2 0992 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 13c Տ. ՔԱՅՌ, եւ ՔԱՅՌԱՄԱՆԵԱԿ. κάθεμα, ἕνθεμα, καθόρμιον torques, monile եւ այլն. *Եդի քառամանեակ ʼի պարանոց քո: Միով քառամանեկաւ պարանոցի քոյ: Դնէր գինդս, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)